- πολυτεχνισμός
- ο, Ν1. η ικανότητα ασκήσεως πολλών τεχνών, η επαγγελματική κατάρτιση σε πολλές τέχνες2. η θεωρητική και πρακτική γνώση όλων τών φάσεων μιας παραγωγικής διαδικασίας, η γνώση τού συνόλου τής παραγωγικής διαδικασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + τέχνη + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.